συνακολουθῶ

συνακολουθῶ
συνακολουθέω
follow along with
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συνακολουθέω
follow along with
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
συνακολουθέω
follow along with
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συνακολουθέω
follow along with
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνακολουθώ — συνακολουθῶ, έω, ΝΜΑ [ἀκολουθῶ] 1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον 2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • αντακολουθώ — ἀντακολουθῶ ( έω) (Α) συνακολουθώ, συνέπομαι, είμαι στενά συνδεδεμένος με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • συμπαρομαρτώ — συμπαρομαρτῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν. β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.) νεοελλ. (συν. το ουδ. πληθ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • συνακολούθησις — ήσεως, ἡ, Α [συνακολουθῶ] 1. λογική ακολουθία 2. ευπείθεια …   Dictionary of Greek

  • συναορώ — έω, Α [συνάορος / συνήορος] συνοδεύω, συνακολουθώ …   Dictionary of Greek

  • συνδιήκω — Μ ακολουθώ κάτι ως συνέπεια, συνακολουθώ («ὅσα τῷ τῆς ὁδοιπορίας μακρῷ συνδιήκει», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διήκω «εκτείνομαι, διέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπέχω — Α [ἐπέχω] συνακολουθώ …   Dictionary of Greek

  • συνηκολουθηκότως — Α επίρρ. ως αποτέλεσμα, ως επακόλουθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηκολουθηκώς, ότος τού συνακολουθῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • συνιππάζομαι — ΜΑ, και ενεργ τ. συνιππάζω Μ ιππεύω μαζί με ἄλλους, μετακινούμαι έφιππος μαζί με άλλους («συνιππαζομένου Σκύθαις», Πλούτ.) μσν. μτφ. συνακολουθώ, παρέπομαι («λόγοι πνευματικοὶ βίον σεμνόν μὴ ἔχοντες συνιππάζοντα στάχυές εἰσιν ἀνεμόφθοροι», Παλλάδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”