συνακολουθώ — συνακολουθῶ, έω, ΝΜΑ [ἀκολουθῶ] 1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον 2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ… … Dictionary of Greek
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
αντακολουθώ — ἀντακολουθῶ ( έω) (Α) συνακολουθώ, συνέπομαι, είμαι στενά συνδεδεμένος με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συμπαρομαρτώ — συμπαρομαρτῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν. β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.) νεοελλ. (συν. το ουδ. πληθ. μτχ.… … Dictionary of Greek
συνακολούθησις — ήσεως, ἡ, Α [συνακολουθῶ] 1. λογική ακολουθία 2. ευπείθεια … Dictionary of Greek
συναορώ — έω, Α [συνάορος / συνήορος] συνοδεύω, συνακολουθώ … Dictionary of Greek
συνδιήκω — Μ ακολουθώ κάτι ως συνέπεια, συνακολουθώ («ὅσα τῷ τῆς ὁδοιπορίας μακρῷ συνδιήκει», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διήκω «εκτείνομαι, διέρχομαι»] … Dictionary of Greek
συνεπέχω — Α [ἐπέχω] συνακολουθώ … Dictionary of Greek
συνηκολουθηκότως — Α επίρρ. ως αποτέλεσμα, ως επακόλουθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηκολουθηκώς, ότος τού συνακολουθῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συνιππάζομαι — ΜΑ, και ενεργ τ. συνιππάζω Μ ιππεύω μαζί με ἄλλους, μετακινούμαι έφιππος μαζί με άλλους («συνιππαζομένου Σκύθαις», Πλούτ.) μσν. μτφ. συνακολουθώ, παρέπομαι («λόγοι πνευματικοὶ βίον σεμνόν μὴ ἔχοντες συνιππάζοντα στάχυές εἰσιν ἀνεμόφθοροι», Παλλάδ … Dictionary of Greek